- καβιδάριος
- καβιδάριος, ό (AM)1. λιθοξόος, λιθουργός, ο επεξεργαζόμενος τον λίθο2. χαράκτης πολύτιμων λίθων ή σφραγιδολίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavidarius].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβιδάριος — gem engraver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβιδάριον — καβιδάριος gem engraver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)